- καπνογόνος
- -ο, θηλ. και -α1. αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνογόναουσίες που με την καύση τους παράγεται καπνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, σεισμο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.